Dictionary of Greek. 2013.
τριοτό — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοτοβρίξ — Α (κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) μίμηση τής φωνής πουλιού («τριοτό, τριοτό, τοτοβρίξ») … Dictionary of Greek